- αποδιαστέλλω
- ἀποδιαστέλλω (Α)1. διαιρώ, διαχωρίζω2. (-ομαι) είμαι απαγορευμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ԲԱԺԱՆԵՄ — (եցի.) NBH 1 422 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c ն. ԲԱԺԱՆԵՄ ԲԱԺԱՆԻՄ. գրի եւ ԲԱՐԺԱՆԵԼ. μερίζω, διαμερίζω , ἁπονέμω, ἁποδιαστέλλω, διαιρέω partio, dispertio, distribuo, divido Բաժին բաժին կամ մասն մասն առնել զմի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)